γκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: 'γκώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική 'γκώνω / αγκώνω / εγκώνω / ογκώνω < αρχαία ελληνική ὀγκόω / ὀγκῶ < ὄγκος

Ρήμα[επεξεργασία]

γκώνω

  1. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) μπουχτίζω, αισθάνομαι κορεσμό, συνήθως απ' το πολύ φαγητό, αλλά και μεταφορικά
    ※  Προκειμένου για γλυκά, το γκώνω είναι λίγο πιο βαρύ από το λιγώνω. Σε ένα διάσημο στίχο από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, η Ράλα διώχνει το νιο ψαρά: «Σύρε στον ουρανό σου να χαθείς και παρθενιές δε θέλω / το άσπρο κρινάνθι σου μ’ αναγουλιάει κι η γλύκα σου με γκώνει». (Νίκος Σαραντάκος, Γκώσαμε, ή μια τρύπα στα λεξικά μας, 8 Φεβρουαρίου, 2019)
    ※  Μ' είχανε γκώσει κι όλα τα «σύγχρονα» βιβλία που, γλιστρώντας όλο και πιο πολύ προς την ποίηση, προδίνανε την πεζογραφία (Διαγώνιος, 1968, σελ. 62)
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) στομώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]