γλωσσεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσεύω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣloˈse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωσ‐σεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλωσσεύω, αόρ.: γλώσσεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φλυαρώ, πολυλογώ, ιδίως με αυθάδη τρόπο
  2. μιλάω χωρίς σεβασμό, βγάζω γλώσσα
    γλωσσεύει ως και το δάσκαλο
  3. βρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]