γραμμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραμμώνω (νεολογισμός) < γραμμ(ή) + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

γραμμώνω, αόρ.: γράμμωσα, παθ.φωνή: γραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις γραμμή και γράφω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]