δαιμονίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαιμονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαιμονίζω (ελληνιστική κοινή) δαιμονίζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

δαιμονίζομαι, πρτ.: δαιμονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα δαιμονιστώ, αόρ.: δαιμονίστηκα, μτχ.π.π.: δαιμονισμένος

  1. βρίσκομαι υπό την επήρεια δαιμόνων
  2. (μεταφορικά) γίνομαι έξαλλος, εξαγριώνομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]