δεκατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκατίζω < δέκατος + -ίζω < αρχαία ελληνική δέκατος < δέκα

Ρήμα[επεξεργασία]

δεκατίζω

  1. δίνω το ένα δέκατο όσων παράγω ή κερδίζω
  2. άλλη μορφή του αποδεκατίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]