διπλό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διπλό ουδέτερο
- (για φιλικό παιχνίδι ή παιχνίδι προπόνησης) που παίζεται κανονικά, σε όλο το γήπεδο, σε αντίθεση με το μονό που παίζεται μόνο στο ένα μέρος
- το σημείο 2 στο ΠΡΟΠΟ που δείχνει (ή προβλέπει) νίκη της δεύτερης ομάδας, η οποία θεωρείται ότι παίζει εκτός έδρας
- (κατ’ επέκταση) νίκη της φιλοξενούμενης ομάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διπλό