εκμυστηρεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμυστηρεύομαι < ξεμυστηρεύομαι < μυστήριο
Ρήμα
[επεξεργασία]εκμυστηρεύομαι (αποθετικό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεκμυστήρευτα
- ανεκμυστήρευτος
- εκμυστηρευμένος
- εκμυστήρευση
- εκμυστηρευτικός
- → δείτε τις λέξεις μυστήριο και μύστης