εν περιλήψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν περιλήψει < (καθαρεύουσα ) ἐν, περιλήψει (δοτική ενικού του περίληψις) → δείτε τις λέξεις εν και περίληψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν περιλήψει

  • (λόγιο) με περίληψη, περιληπτικά, σύντομα
    το όλο θέμα εν περιλήψει έχει ως ακολούθως
    εν περιλήψει είναι όλες οι σηματικές αναφορές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]