ενατενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενατενίζω < ελληνιστική κοινή ἐνατενίζω < ἐν + αρχαία ελληνική ἀτενίζω < ἀτενής < τείνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ενατενίζω

  1. (λόγιο) ατενίζω προσηλώνοντας το βλέμμα
  2. (λόγιο) (μεταφορικά) ατενίζω εσωτερικά ή νοερά (προσηλώνοντας το «βλέμμα»)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]