εξαθλιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαθλιώνω < εκ + άθλιος

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαθλιώνω

  1. οδηγώ κάποιον σε κατάσταση αθλιότητας, προκαλώ εξαθλίωση
    Η έλλειψη τροφής και χρημάτων εξαθλιώνει τους άπορους.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]