επί τη βάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί τη βάσει < (λόγιο δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ τῇ βάσει
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /epi‿ti‿ˈvasi/
Έκφραση[επεξεργασία]
επί τη βάσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επί τη βάσει
|