εύρετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εύρετρα
      γενική των ευρέτρων
    αιτιατική τα εύρετρα
     κλητική εύρετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εύρετρα < μεσαιωνική ελληνική εὕρετρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εύρετρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αμοιβή του ευρέτη για την επιστροφή στον κάτοχο απολεσθέντων αντικειμένων ή χρημάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]