ιερουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱερουργῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερουργώ < ελληνιστική κοινή ἱερουργῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.e.ɾuɾˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ιερουργώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]