κάπου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάπου < μεσαιωνική ελληνική κάπου < καν + που
Επίρρημα[επεξεργασία]
κάπου
- (τοπικό) σε κάποιο σημείο
- κάπου έβαλα τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω
- (ποσοτικό ή χρονικό) περίπου
- γεννήθηκε κάπου στα 1800
- γεννήθηκε κάπου τρία κιλά
- (κοινά) κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιο βαθμό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποσοτικό ή χρονικό