καν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κἄν < αρχαία ελληνική κἄν < καί ἄν (ακόμα και)
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]καν
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Το καν σε σύνθεση. Από την ελληνιστική περίοδο και μετά, το αρχαίο εμφατικό κἄν υπάρχει πλέον σε σύνθετα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ένρινης προφοράς στη σύνθεση καν‑+π > έχουμε τον τύπο κα- αντί του αναμενόμενου καμπ-. Έτσι δημιουργήθηκαν:
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- «καν», «κάποιος», «κάποτε» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- καν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
και «κάποτε»