καθάπερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθάπερ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθ᾿ ἅπερ < καθ᾿ + ἅπερ ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ὅσπερ[1]
Επίρρημα[επεξεργασία]
καθάπερ
- (αρχαιοπρεπές, λόγιο, σπάνιο) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακριβώς όπως
- ↪ Καθάπερ είχε συμφωνηθεί.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθάπερ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)