καρφώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καρφώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
καρφώνομαι
- στέκομαι ακίνητος, καθηλωμένος, λόγω φόβου, έκπληξης ή άλλων συναισθημάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καρφώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καρφώνω