καρφώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καρφώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καρφώνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καρφώνομαι