κεραυνοβόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραυνοβόλα < κεραυνοβόλος
Επίρρημα[επεξεργασία]
κεραυνοβόλα
- κατά τρόπο κεραυνοβόλο
- την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κεραυνοβόλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεραυνοβόλος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεραυνοβόλο