κεραυνοβόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεραυνοβόλα < κεραυνοβόλος

Επίρρημα[επεξεργασία]

κεραυνοβόλα

την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κεραυνοβόλα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεραυνοβόλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεραυνοβόλο