κλισέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλισέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cliché[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλισέ ουδέτερο άκλιτο

  1. τυποποιημένη και πολυχρησιμοποιημένη, τετριμμένη έκφραση ή μοτίβο, κοινοτοπία
  2. τυποποιημένο μοφολογικό στυλ
  3. περιχαρακωμένο ιδεοληπτικό στερεότυπο→ δεξιός, αριστερός κ.α.
  4. η ένταξη ενός ατόμου σε συγκεκριμένο πλαίσιο (κατεύθυνση) από εξωτερικά ερεθίσματα, που υφίσταται, όπως, για παράδειγμα, από ΜΜΕ χωρίς ν΄ αποκλίνει αισθητά απ΄ αυτό.
  5. τυποποίηση προγραμματισμού, γραφιστικής και γραφικών τεχνών, αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας κτλ. βάση προτύπων είτε για ταχύτερη παραγωγή είτε για λόγους συμβατότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]