κοίλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοίλο < κοίλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοίλο ουδέτερο
- (θέατρο) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κοίλος: το μέρος του αρχαίου θεάτρου στο οποίο κάθονταν οι θεατές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοίλο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοίλο