λαπαδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαπαδιάζω < (λαπάς) λαπαδ- + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.paˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐πα‐διά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

λαπαδιάζω, αόρ.: λαπάδιασα, μτχ.π.π.: λαπαδιασμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]