χυλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυλώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐λώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
χυλώνω, αόρ.: χύλωσα, μτχ.π.π.: χυλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη χυλός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χυλώνω | χύλωνα | θα χυλώνω | να χυλώνω | χυλώνοντας | |
β' ενικ. | χυλώνεις | χύλωνες | θα χυλώνεις | να χυλώνεις | χύλωνε | |
γ' ενικ. | χυλώνει | χύλωνε | θα χυλώνει | να χυλώνει | ||
α' πληθ. | χυλώνουμε | χυλώναμε | θα χυλώνουμε | να χυλώνουμε | ||
β' πληθ. | χυλώνετε | χυλώνατε | θα χυλώνετε | να χυλώνετε | χυλώνετε | |
γ' πληθ. | χυλώνουν(ε) | χύλωναν χυλώναν(ε) |
θα χυλώνουν(ε) | να χυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χύλωσα | θα χυλώσω | να χυλώσω | χυλώσει | ||
β' ενικ. | χύλωσες | θα χυλώσεις | να χυλώσεις | χύλωσε | ||
γ' ενικ. | χύλωσε | θα χυλώσει | να χυλώσει | |||
α' πληθ. | χυλώσαμε | θα χυλώσουμε | να χυλώσουμε | |||
β' πληθ. | χυλώσατε | θα χυλώσετε | να χυλώσετε | χυλώστε | ||
γ' πληθ. | χύλωσαν χυλώσαν(ε) |
θα χυλώσουν(ε) | να χυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χυλώσει | είχα χυλώσει | θα έχω χυλώσει | να έχω χυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χυλώσει | είχες χυλώσει | θα έχεις χυλώσει | να έχεις χυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χυλώσει | είχε χυλώσει | θα έχει χυλώσει | να έχει χυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χυλώσει | είχαμε χυλώσει | θα έχουμε χυλώσει | να έχουμε χυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χυλώσει | είχατε χυλώσει | θα έχετε χυλώσει | να έχετε χυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χυλώσει | είχαν χυλώσει | θα έχουν χυλώσει | να έχουν χυλώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυλώνω
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)