αποχυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχυλώνω < απο- + χυλώνω < αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.çiˈlo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

αποχυλώνω

  1. γίνομαι χυλός
    άλλες μορφές: χυλώνω
  2. (μεταφορικά) εξαντλούμαι, αποκάμνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]