λογοκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λογοκοπῶ < λογο- + -κοπώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.ɣo.koˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐κο‐πώ
Ρήμα[επεξεργασία]
λογοκοπώ, πρτ.: λογοκοπούσα, αόρ.: λογοκόπησα (χωρίς παθητική φωνή)
- υπόσχομαι πολλές και τεράστιες χάρες, χωρίς όμως να τις πραγματοποιήσω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοκοπώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λογοκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λογο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κοπώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)