μαρτυρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαρτυρικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαρτυρικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαρτυρικά
- με μαρτυρικό τρόπο, βασανιστικά, με εξαιρετικά δυσάρεστο τρόπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρικά αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- τα μαρτυρικά (ουσιαστικοποιημένος πληθ. ουδετέρου του μαρτυρικός) ήταν είδος διαπιστευτηρίων στην Φιλική Εταιρεία
- συστατικά μαρτυρικά για του βλάμηδες και αδελφοποιτούς
- αφιερωτικά μαρτυρικά για εκείνους που είχαν το βαθμό του ιερέα
- εφοδιαστικά μαρτυρικά για εκείνους που είχαν το βαθμό του πομένα
- (εκκλησ.) σύντομα τροπάρια που αφορούν σε μάρτυρες της εκκλησίας και ψάλλονται στο Τριώδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασανιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαρτυρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαρτυρικό