ξεσκάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκάω < ξε + σκάω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκάω ( & ξεσκάζω & ξεσκάνω)

Πάμε μια βόλτα/σινεμά/να καπνίσουμε/να πιούμε ένα ποτό/στην πλατεία κ.λπ. να ξεσκάσουμε λιγάκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]