οβελίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οβελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀβελίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.veˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐βε‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

οβελίζω

  1. απορρίπτω κάτι ως νόθο ή ψεύτικο, το εξοβελίζω
  2. περνώ κάτι στον οβελό, στη σούβλα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]