ορκοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ορκοδοτώ
- (λόγιο) ορκίζομαι με επίσημο τρόπο σε δικαστήριο ή άλλη αρχή, διαβεβαιώνω ενόρκως
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ορκοδοσία
- ορκοδοτικός
- → δείτε τις λέξεις όρκος και δίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορκοδοτώ | ορκοδοτούσα | θα ορκοδοτώ | να ορκοδοτώ | ορκοδοτώντας | |
β' ενικ. | ορκοδοτείς | ορκοδοτούσες | θα ορκοδοτείς | να ορκοδοτείς | (ορκοδότει) | |
γ' ενικ. | ορκοδοτεί | ορκοδοτούσε | θα ορκοδοτεί | να ορκοδοτεί | ||
α' πληθ. | ορκοδοτούμε | ορκοδοτούσαμε | θα ορκοδοτούμε | να ορκοδοτούμε | ||
β' πληθ. | ορκοδοτείτε | ορκοδοτούσατε | θα ορκοδοτείτε | να ορκοδοτείτε | ορκοδοτείτε | |
γ' πληθ. | ορκοδοτούν(ε) | ορκοδοτούσαν(ε) | θα ορκοδοτούν(ε) | να ορκοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορκοδότησα | θα ορκοδοτήσω | να ορκοδοτήσω | ορκοδοτήσει | ||
β' ενικ. | ορκοδότησες | θα ορκοδοτήσεις | να ορκοδοτήσεις | ορκοδότησε | ||
γ' ενικ. | ορκοδότησε | θα ορκοδοτήσει | να ορκοδοτήσει | |||
α' πληθ. | ορκοδοτήσαμε | θα ορκοδοτήσουμε | να ορκοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | ορκοδοτήσατε | θα ορκοδοτήσετε | να ορκοδοτήσετε | ορκοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | ορκοδότησαν ορκοδοτήσαν(ε) |
θα ορκοδοτήσουν(ε) | να ορκοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορκοδοτήσει | είχα ορκοδοτήσει | θα έχω ορκοδοτήσει | να έχω ορκοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορκοδοτήσει | είχες ορκοδοτήσει | θα έχεις ορκοδοτήσει | να έχεις ορκοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορκοδοτήσει | είχε ορκοδοτήσει | θα έχει ορκοδοτήσει | να έχει ορκοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορκοδοτήσει | είχαμε ορκοδοτήσει | θα έχουμε ορκοδοτήσει | να έχουμε ορκοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορκοδοτήσει | είχατε ορκοδοτήσει | θα έχετε ορκοδοτήσει | να έχετε ορκοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορκοδοτήσει | είχαν ορκοδοτήσει | θα έχουν ορκοδοτήσει | να έχουν ορκοδοτήσει |
|