Μετάβαση στο περιεχόμενο

swear

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
swear swears

swear (en)

ενεστώτας swear
γ΄ ενικό ενεστώτα swears
αόριστος swore
παθητική μετοχή sworn
ενεργητική μετοχή swearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

swear (en)

  1. (αμετάβατο) βρίζω, βλαστημώ, χρησιμοποιώ αγενή ή προσβλητική γλώσσα
      He started shouting and swearing.
    Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
      She swore at me obscenely.
    Με έβρισε χυδαία.
      They swore at each other badly and since then they haven’t spoken.
    Βρίστηκαν άσκημα και από τότε δε μιλιούνται.
      He started swearing because everything was going wrong for him.
    Άρχισε να βλαστημάει, γιατί του πήγαιναν όλα στραβά.
     συνώνυμα:  curse και cuss
  2. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) ορκίζομαι, δίνω μια σοβαρή υπόσχεση να κάνω κάτι
      I swear (that) I will never leave you.
    Ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θα σε αφήσω.
      He swore revenge.
    Ορκίστηκε να εκδικηθεί.
      She swore loyalty/allegiance.
    Ορκίζεται πίστη.
      I swear to tell the truth.
    Ορκίζομαι να πω την αλήθεια.
      He made him swear not to reveal all he saw.
    Τον όρκισε να μη μαρτυρήσει όσα είδε.
      I’m making you swear on your father’s soul not to tell anyone what I told you.
    Σε εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου να μη μαρτυρήσεις σε κανέναν αυτό που σου είπα.
      I need you to swear not to do it.
    Σε εξορκίζω να μην το κάνεις.
     συνώνυμα: vow
  3. (μεταβατικό) ορκίζομαι, παίρνω όρκο, υπόσχομαι ότι λέω την αλήθεια
      I could have sworn (that) I saw you!
    Θα ορκιζόμουν ότι σε είδα!
      I would have sworn he was there.
    Θα ορκιζόμουν ότι ήταν εκεί.
      I swear I am innocent.
    Ορκίζομαι ότι είμαι αθώος.
      I swear to/on all I hold dear that I saw it.
    Ορκίζομαι σ' ό,τι αγαπώ πιο πολύ ότι το είδα.
      I could have sworn they were brothers.
    Θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν αδέλφια.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ορκίζομαι, δίνω/κάνω όρκο, δίνω μια δημόσια ή επίσημη υπόσχεση, ειδικά στο δικαστήριο
      Witnesses were required to swear on the Bible.
    Οι μάρτυρες έπρεπε να ορκιστούν στο Ευαγγέλιο.
      Are you willing to stand up in court and swear that you don't recognize him?
    Είσαι πρόθυμος να καταθέσεις στο δικαστήριο και να ορκιστείς ότι δεν τον αναγνωρίζεις;
      They had to swear an oath of allegiance to the king.
    Έπρεπε να δώσουν/κάνουν όρκο πίστης στον βασιλιά.
      Remember, you have sworn to tell the truth.
    Να θυμάσαι, έχεις ορκιστεί να πεις την αλήθεια.
  5. (μεταβατικό) ορκίζω/εξορκίζω κάποιον να κρατήσει εχεμύθεια
      Everyone was sworn to secrecy about what had happened.
    Όλοι ορκίστηκαν να κρατήσουν μυστικό/εχεμύθεια για αυτό που είχε συμβεί.
      I will swear you to silence.
    Θα σε ορκίσω να κρατήσεις εχεμύθεια.
      She swore us not to tell anyone.
    Μας όρκισε να μη μιλήσουμε σε κανέναν.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]