παρακάθημαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακάθημαι < αρχαία ελληνική παρακάθημαι < παρά + κάθημαι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακάθημαι
- (λόγιο) συμμετέχω σε επίσημο γεγονός / εκδήλωση (γεύμα, δείπνο, δεξίωση κ.λπ.)
- (καταχρηστικά) άλλη μορφή του παρακάθομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακάθημαι
|