παρακεντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακεντώ < ελληνιστική κοινή παρακεντέω / παρακεντῶ < αρχαία ελληνική παρά + κεντέω / κεντῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρακεντώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]