παραλογιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλογιάζω < μεσαιωνική ελληνική παραλογέομαι[1] / παραλογίζομαι / παραλογέω / παραλογάω < αρχαία ελληνική παράλογος < παρά + λόγος
Ρήμα[επεξεργασία]
παραλογιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλογιάζω | παραλόγιαζα | θα παραλογιάζω | να παραλογιάζω | παραλογιάζοντας | |
β' ενικ. | παραλογιάζεις | παραλόγιαζες | θα παραλογιάζεις | να παραλογιάζεις | παραλόγιαζε | |
γ' ενικ. | παραλογιάζει | παραλόγιαζε | θα παραλογιάζει | να παραλογιάζει | ||
α' πληθ. | παραλογιάζουμε | παραλογιάζαμε | θα παραλογιάζουμε | να παραλογιάζουμε | ||
β' πληθ. | παραλογιάζετε | παραλογιάζατε | θα παραλογιάζετε | να παραλογιάζετε | παραλογιάζετε | |
γ' πληθ. | παραλογιάζουν(ε) | παραλόγιαζαν παραλογιάζαν(ε) |
θα παραλογιάζουν(ε) | να παραλογιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραλόγιασα | θα παραλογιάσω | να παραλογιάσω | παραλογιάσει | ||
β' ενικ. | παραλόγιασες | θα παραλογιάσεις | να παραλογιάσεις | παραλόγιασε | ||
γ' ενικ. | παραλόγιασε | θα παραλογιάσει | να παραλογιάσει | |||
α' πληθ. | παραλογιάσαμε | θα παραλογιάσουμε | να παραλογιάσουμε | |||
β' πληθ. | παραλογιάσατε | θα παραλογιάσετε | να παραλογιάσετε | παραλογιάστε | ||
γ' πληθ. | παραλόγιασαν παραλογιάσαν(ε) |
θα παραλογιάσουν(ε) | να παραλογιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραλογιάσει | είχα παραλογιάσει | θα έχω παραλογιάσει | να έχω παραλογιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραλογιάσει | είχες παραλογιάσει | θα έχεις παραλογιάσει | να έχεις παραλογιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραλογιάσει | είχε παραλογιάσει | θα έχει παραλογιάσει | να έχει παραλογιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλογιάσει | είχαμε παραλογιάσει | θα έχουμε παραλογιάσει | να έχουμε παραλογιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραλογιάσει | είχατε παραλογιάσει | θα έχετε παραλογιάσει | να έχετε παραλογιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραλογιάσει | είχαν παραλογιάσει | θα έχουν παραλογιάσει | να έχουν παραλογιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλογιάζω
|
- ↑ παραλογέομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)