περικοσμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περικοσμώ < ελληνιστική κοινή περικοσμέω < αρχαία ελληνική περί + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος

Ρήμα[επεξεργασία]

περικοσμώ

  1. (αρχαιοπρεπές) διακοσμώ γύρω γύρω
  2. (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) λαμπρύνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]