περικοσμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικοσμώ < ελληνιστική κοινή περικοσμέω < αρχαία ελληνική περί + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος
Ρήμα[επεξεργασία]
περικοσμώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περικοσμώ | περικοσμούσα | θα περικοσμώ | να περικοσμώ | περικοσμώντας | |
β' ενικ. | περικοσμείς | περικοσμούσες | θα περικοσμείς | να περικοσμείς | (περικόσμει) | |
γ' ενικ. | περικοσμεί | περικοσμούσε | θα περικοσμεί | να περικοσμεί | ||
α' πληθ. | περικοσμούμε | περικοσμούσαμε | θα περικοσμούμε | να περικοσμούμε | ||
β' πληθ. | περικοσμείτε | περικοσμούσατε | θα περικοσμείτε | να περικοσμείτε | περικοσμείτε | |
γ' πληθ. | περικοσμούν(ε) | περικοσμούσαν(ε) | θα περικοσμούν(ε) | να περικοσμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περικόσμησα | θα περικοσμήσω | να περικοσμήσω | περικοσμήσει | ||
β' ενικ. | περικόσμησες | θα περικοσμήσεις | να περικοσμήσεις | περικόσμησε | ||
γ' ενικ. | περικόσμησε | θα περικοσμήσει | να περικοσμήσει | |||
α' πληθ. | περικοσμήσαμε | θα περικοσμήσουμε | να περικοσμήσουμε | |||
β' πληθ. | περικοσμήσατε | θα περικοσμήσετε | να περικοσμήσετε | περικοσμήστε | ||
γ' πληθ. | περικόσμησαν περικοσμήσαν(ε) |
θα περικοσμήσουν(ε) | να περικοσμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περικοσμήσει | είχα περικοσμήσει | θα έχω περικοσμήσει | να έχω περικοσμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις περικοσμήσει | είχες περικοσμήσει | θα έχεις περικοσμήσει | να έχεις περικοσμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει περικοσμήσει | είχε περικοσμήσει | θα έχει περικοσμήσει | να έχει περικοσμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περικοσμήσει | είχαμε περικοσμήσει | θα έχουμε περικοσμήσει | να έχουμε περικοσμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε περικοσμήσει | είχατε περικοσμήσει | θα έχετε περικοσμήσει | να έχετε περικοσμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περικοσμήσει | είχαν περικοσμήσει | θα έχουν περικοσμήσει | να έχουν περικοσμήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικοσμώ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)