περικοσμημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικοσμημένος η περικοσμημένη το περικοσμημένο
      γενική του περικοσμημένου της περικοσμημένης του περικοσμημένου
    αιτιατική τον περικοσμημένο την περικοσμημένη το περικοσμημένο
     κλητική περικοσμημένε περικοσμημένη περικοσμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικοσμημένοι οι περικοσμημένες τα περικοσμημένα
      γενική των περικοσμημένων των περικοσμημένων των περικοσμημένων
    αιτιατική τους περικοσμημένους τις περικοσμημένες τα περικοσμημένα
     κλητική περικοσμημένοι περικοσμημένες περικοσμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

περικοσμημένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]