πλασιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλασέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλασιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική placier[1] < placer +‎ -ier → δείτε και τη λέξη πλασάρω.[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /plaˈsçe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐σιέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλασιέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πλασιέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.