σαρακιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ɾaˈca.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ρα‐κιά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σαρακιάζω, πρτ.: σαράκιαζα, αόρ.: σαράκιασα, μτχ.π.π.: σαρακιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (για ξύλο) που έχει διαλυθεί από σαράκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαρακιάζω | σαράκιαζα | θα σαρακιάζω | να σαρακιάζω | σαρακιάζοντας | |
β' ενικ. | σαρακιάζεις | σαράκιαζες | θα σαρακιάζεις | να σαρακιάζεις | σαράκιαζε | |
γ' ενικ. | σαρακιάζει | σαράκιαζε | θα σαρακιάζει | να σαρακιάζει | ||
α' πληθ. | σαρακιάζουμε | σαρακιάζαμε | θα σαρακιάζουμε | να σαρακιάζουμε | ||
β' πληθ. | σαρακιάζετε | σαρακιάζατε | θα σαρακιάζετε | να σαρακιάζετε | σαρακιάζετε | |
γ' πληθ. | σαρακιάζουν(ε) | σαράκιαζαν σαρακιάζαν(ε) |
θα σαρακιάζουν(ε) | να σαρακιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαράκιασα | θα σαρακιάσω | να σαρακιάσω | σαρακιάσει | ||
β' ενικ. | σαράκιασες | θα σαρακιάσεις | να σαρακιάσεις | σαράκιασε | ||
γ' ενικ. | σαράκιασε | θα σαρακιάσει | να σαρακιάσει | |||
α' πληθ. | σαρακιάσαμε | θα σαρακιάσουμε | να σαρακιάσουμε | |||
β' πληθ. | σαρακιάσατε | θα σαρακιάσετε | να σαρακιάσετε | σαρακιάστε | ||
γ' πληθ. | σαράκιασαν σαρακιάσαν(ε) |
θα σαρακιάσουν(ε) | να σαρακιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαρακιάσει | είχα σαρακιάσει | θα έχω σαρακιάσει | να έχω σαρακιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαρακιάσει | είχες σαρακιάσει | θα έχεις σαρακιάσει | να έχεις σαρακιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαρακιάσει | είχε σαρακιάσει | θα έχει σαρακιάσει | να έχει σαρακιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαρακιάσει | είχαμε σαρακιάσει | θα έχουμε σαρακιάσει | να έχουμε σαρακιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαρακιάσει | είχατε σαρακιάσει | θα έχετε σαρακιάσει | να έχετε σαρακιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαρακιάσει | είχαν σαρακιάσει | θα έχουν σαρακιάσει | να έχουν σαρακιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρακιάζω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σαρακιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας