σαράκιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαράκιασμα τα σαρακιάσματα
      γενική του σαρακιάσματος των σαρακιασμάτων
    αιτιατική το σαράκιασμα τα σαρακιάσματα
     κλητική σαράκιασμα σαρακιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαράκιασμα < (σαρακιάζω) θέμα σαρακιασ- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈɾa.ca.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρά‐κια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαράκιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]