σβελτοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβελτοσύνη | ||
γενική | της | σβελτοσύνης | ||
αιτιατική | τη | σβελτοσύνη | ||
κλητική | σβελτοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σβελτοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβελτοσύνη
|