σερετιλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σερετιλίκι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | σερετιλίκι | ||
κλητική | σερετιλίκι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερετιλίκι ουδέτερο
- η ιδιότητα και συμπεριφορά τού σερέτη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερετιλίκι
|