στοιχειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοιχειώνω < στοιχειό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stiˈço.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

στοιχειώνω, πρτ.: στοίχειωνα, στ.μέλλ.: θα στοιχειώσω, αόρ.: στοίχειωσα, μτχ.π.π.: στοιχειωμένος

  1. για φάντασμα (πνεύμα, στοιχειό) που κατοικεί σε ένα μέρος
  2. (μεταφορικά) γίνομαι σε κάποιον έμμονη ιδέα
    τον στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από το χαμένο έρωτά του

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]