έμμονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμμονος | η | έμμονη | το | έμμονο |
γενική | του | έμμονου | της | έμμονης | του | έμμονου |
αιτιατική | τον | έμμονο | την | έμμονη | το | έμμονο |
κλητική | έμμονε | έμμονη | έμμονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμμονοι | οι | έμμονες | τα | έμμονα |
γενική | των | έμμονων | των | έμμονων | των | έμμονων |
αιτιατική | τους | έμμονους | τις | έμμονες | τα | έμμονα |
κλητική | έμμονοι | έμμονες | έμμονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμμονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμμονος < ἐμμένω < ἐν- + μένω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fixe
- για τη σημασία στη φιλοσοφία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική immanent [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
έμμονος, -η, -ο
- (λόγιο) που εμμένει
- (φιλοσοφία) που ενυπάρχει σε κάτι
- ≠ αντώνυμα: υπερβατικός
- → δείτε τον όρο εμμονοκρατία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμμονοκρατία
- → δείτε τις λέξεις εμμένω, εν και μένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που επιμένει
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ έμμονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)