συνταυτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταυτίζω < συν- + ταυτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική s'identifier)
Ρήμα[επεξεργασία]
συνταυτίζω (παθητική φωνή: συνταυτίζομαι)
- ταυτίζω κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συνταύτιση
- συνταυτιστικός
- → δείτε τις λέξεις ταυτίζω και αυτός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνταυτίζω | συνταύτιζα | θα συνταυτίζω | να συνταυτίζω | συνταυτίζοντας | |
β' ενικ. | συνταυτίζεις | συνταύτιζες | θα συνταυτίζεις | να συνταυτίζεις | συνταύτιζε | |
γ' ενικ. | συνταυτίζει | συνταύτιζε | θα συνταυτίζει | να συνταυτίζει | ||
α' πληθ. | συνταυτίζουμε | συνταυτίζαμε | θα συνταυτίζουμε | να συνταυτίζουμε | ||
β' πληθ. | συνταυτίζετε | συνταυτίζατε | θα συνταυτίζετε | να συνταυτίζετε | συνταυτίζετε | |
γ' πληθ. | συνταυτίζουν(ε) | συνταύτιζαν συνταυτίζαν(ε) |
θα συνταυτίζουν(ε) | να συνταυτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνταύτισα | θα συνταυτίσω | να συνταυτίσω | συνταυτίσει | ||
β' ενικ. | συνταύτισες | θα συνταυτίσεις | να συνταυτίσεις | συνταύτισε | ||
γ' ενικ. | συνταύτισε | θα συνταυτίσει | να συνταυτίσει | |||
α' πληθ. | συνταυτίσαμε | θα συνταυτίσουμε | να συνταυτίσουμε | |||
β' πληθ. | συνταυτίσατε | θα συνταυτίσετε | να συνταυτίσετε | συνταυτίστε | ||
γ' πληθ. | συνταύτισαν συνταυτίσαν(ε) |
θα συνταυτίσουν(ε) | να συνταυτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνταυτίσει | είχα συνταυτίσει | θα έχω συνταυτίσει | να έχω συνταυτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνταυτίσει | είχες συνταυτίσει | θα έχεις συνταυτίσει | να έχεις συνταυτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνταυτίσει | είχε συνταυτίσει | θα έχει συνταυτίσει | να έχει συνταυτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνταυτίσει | είχαμε συνταυτίσει | θα έχουμε συνταυτίσει | να έχουμε συνταυτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνταυτίσει | είχατε συνταυτίσει | θα έχετε συνταυτίσει | να έχετε συνταυτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνταυτίσει | είχαν συνταυτίσει | θα έχουν συνταυτίσει | να έχουν συνταυτίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταυτίζω