τεκμηριώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκμηριώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τεκμηριώνω, συγγενές του τεκμαίρομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
τεκμηριώνομαι, πρτ.: τεκμηριωνόταν, στ.μέλλ.: θα τεκμηριωθεί, αόρ.: τεκμηριώθηκε, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος
- (για αφηρημένα) αποδεικνύεται η αλήθειά τους
- (για αδικήματα) στοιχειοθετούμαι
- Η κατηγορία δεν τεκμηριώθηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε
- Μην τρομοκρατείς τον κόσμο με φημολογίες που δεν τεκμηριώνονται παρά μόνο στη φαντασία σου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το ρήμα είναι αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα. Χρησιμοποιείται κυρίως με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκμηριώνομαι
|