υπερπληρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπληρώ < αρχαία ελληνική ὑπερπληρόω / ὑπερπληρῶ < ὑπερπλήρης < ὑπέρ + πλήρης
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερπληρώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπερπληρώνω, υπέρ, πληρώνω και πλήρης
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπληρώ
|