φορτόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτόω < φόρτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

φορτόω

  1. φορτώνω
  2. στενοχωρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]