ἀτιμόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτιμόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀτιμόω - ἀτιμῶ (συνηρημένο)

  1. ατιμάζω, διαφθείρω
  2. περιφρονώ, απαξιώνω
  3. (στην αρχαία Αθήνα) επιβάλλω στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε κάποιον
  4. (στην παθητική φωνή) υφίσταμαι ατίμωση ή ταπείνωση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]