ὕστερον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὕστερον: αιτιατική ενικού του ὕστερος· επίσης ουσιαστικοποιημένο και σε επιρρηματική χρήση.

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὕστερον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὕστερον ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ὕστερον

Πηγές[επεξεργασία]