Αθανατόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αθανατόπουλος | οι | Αθανατόπουλοι & Αθανατοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αθανατόπουλου & Αθανατοπούλου |
των | Αθανατόπουλων2 & Αθανατοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αθανατόπουλο | τους | Αθανατόπουλους3 & Αθανατοπουλαίους |
κλητική | Αθανατόπουλε | Αθανατόπουλοι & Αθανατοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αθανατοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αθανατοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αθανατόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αθανατόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αθανατοπούλου)