Αλιαρταίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αλιαρταίος < Αλίαρτ(ος) + -αίος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.li.aɾˈte.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λι‐αρ‐ταί‐ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλιαρταίος αρσενικό (θηλυκό Αλιαρταία)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από την Αλίαρτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Αλίαρτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αλιαρταίος
|