Αμοιρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμοιρά < γενική ενικού του αρσενικού Αμοιράς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.miˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μοι‐ρά
- ομόηχο: Αμυρά
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αμοιρά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Αμοιρά αρσενικό